- ματαιολόγοι
- пустословные
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ματαιολόγοι — ματαιολόγος talking at random masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)